- ρυθμιστήρας
- ο, Ν1. διάταξη κατάλληλη για τη ρύθμιση τής κανονικής λειτουργίας ενός τεχνικού συστήματος ή μηχανήματος, αλλ. ρυθμιστής («ο ρυθμιστήρας τού λέβητα»)2. στρ. όργανο χρησιμοποιούμενο στο πυροβολικό για τη ρύθμιση τών πυροσωλήνων τών οβίδων, προκειμένου αυτές να εκραγούν σε ορισμένη απόσταση και σε ορισμένο ύψος από τον στόχο τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμίζω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανεμιστ-τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμιστήρ, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.